συνυποκορίζω

συνυποκορίζω
Μ
καλώ κάτι με υποκοριστικό όνομα σύμφωνα με κάτι άλλο («τὰς ἀγκάλας ἀγκαλίδας εἰπὼν συνυποκορίζει αὐτὰς τῇ βραχύτητι τοῡ ἐγκοιμωμένου αὐταῑς βρεφυλλίου», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὑποκορίζω, -ομαι «χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνυποκορίζει — συνυποκορίζω call by a diminutive name in accordance with pres ind mp 2nd sg συνυποκορίζω call by a diminutive name in accordance with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”